- κουκούλωμα
- το [κουκουλώνω]1. κάλυψη, σκέπασμα2. μτφ. αναγκαστικός γάμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουκούλωμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουκουλώνω, κάλυψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)